- αντίποινο(ν)
- τό1) отплата, возмездие, месть; 2) ответная мера; репрессия;
προβαίνω σε αντίποινα — прибегать к ответным мерам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προβαίνω σε αντίποινα — прибегать к ответным мерам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεινήιον — ξεινήιον, τὸ (Α) (ιων. και επικ. τ.) 1. δώρο που έδινε εκείνος που φιλοξενούσε στον φιλοξενούμενο του όταν έφευγε προς ανάμνηση τής φιλοξενίας («Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήιον εἶναι», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. τὰ ξεινήια δώρα που αντάλλασσαν οι… … Dictionary of Greek
Λίνκολν, Άμπραχαμ — (Abraham Lincoln, Χότζενσβιλ, Κεντάκι 1809 – Ουάσινγκτον 1865). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1861 65). Ο πατέρας του ήταν πιονέρος αγρότης, ο οποίος ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek